- παραβραδύνομεν
- παραβραδύ̱νομεν , παρά-βραδύνωmake slowaor subj act 1st pl (epic)παραβραδύ̱νομεν , παρά-βραδύνωmake slowpres ind act 1st plπαραβραδύ̱νομεν , παρά-βραδύνωmake slowimperf ind act 1st pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.